πικραντικός

πικραντικός
-ή, -όν, Α [πικραίνω]
αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται.
επίρρ...
πικραντικῶς
φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πικραντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να κάνει κάτι πικρό ή να προκαλέσει λύπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικραντικῶς — πικραντικός disposed to bitterness. adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”